- διασπορά
- Ο διασκορπισμός, η διάδοση.
(Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων εξωτερικών παραγόντων. Ανάλογα με το είδος των παραγόντων αυτών, τα φυτά διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες.
Ανεμόχωρα ονομάζονται τα φυτά στα οποία η δ. των σπόρων τους γίνεται από τον άνεμο. Πρόκειται για μικρούς σπόρους με πτερυγοειδείς αποφύσεις (π.χ. σφένδαμνος, πτελέα) ή με τριχοειδή πάππο (όπως στον ταραξάκο).
Υδρόχωρα ονομάζονται τα φυτά στα οποία η δ. διευκολύνεται από το νερό. Ο τρόπος αυτός είναι χαρακτηριστικός στα υδρόβια ή παρόχθια φυτά, που αφήνουν τους σπόρους τους στα τρεχούμενα νερά. Πρόκειται για σπόρους που επιπλέουν και σταματούν εκατέρωθεν των ποταμών ή για σπόρους που καθιζάνουν στον πυθμένα των υδάτων και αγκυροβολούν χάρη σε μικρά άγκιστρα (π.χ. τράπα η πλέουσα).
Ζωόχωρα ονομάζονται τα φυτά στα οποία ο τρόπος δ. δεν οφείλεται σε φυσικούς παράγοντες αλλά σε έμβιους οργανισμούς. Στην περίπτωση αυτή οι καρποί ή οι σπόροι φέρουν πολλά άγκιστρα ή αγκάθια, με τα οποία προσκολλώνται εύκολα στο δέρμα ή στα φτερά των ζώων, όπως, για παράδειγμα, οι καρποί των φυτών άρκτιο η λάππα, ξάνθιο το ακανθωτό και γάλλιο η απαρίνη. Τα ζώα διευκολύνουν επίσης τη δ. τρώγοντας καρπούς με εύχυμη σάρκα και αποβάλλοντας σε άλλο μέρος τους σπόρους, των οποίων διατηρείται η βλαστική ικανότητα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους καρπούς του κραταίγου η oξοάκανθα, που με το ζωηρό τους χρώμα ελκύουν την προσοχή πολλών πουλιών, τα οποία τους χρησιμοποιούν για τροφή.
Ακόμα και ο άνθρωπος συντελεί, παθητικά, στη δ. των σπόρων πολλών φυτών, όπως της ροδακινιάς, της βερικοκιάς, της δαμασκηνιάς, της κερασιάς, τους καρπούς των οποίων τρώει, εγκαταλείποντας τους σπόρους σε διάφορα μέρη.
Πολυάριθμα είναι επίσης τα φυτά που διευκολύνουν τα ίδια τη δ. των σπόρων τους. Πρόκειται για καρπούς που έχουν από τη φύση τους τη μηχανική ικανότητα να εκσφενδονίζουν μακριά τους σπόρους τους, όπως η πικραγγουριά (εκβάλλιο το ελατήριο) και η βαλσαμίνα (ιμπάτιενς).
(Χημ.) Μείγμα στο οποίο ένα από τα συστατικά του έχει διεσπαρμένο μέσα στη μάζα του το άλλο που βρίσκεται σε μικρή αναλογία. Το συστατικό με τη μεγαλύτερη αναλογία λέγεται διασπείρον μέσο, ενώ το συστατικό που συμμετέχει κατά το λιγότερο μέρος λέγεται διεσπαρμένο σώμα. Δ. μπορεί να υπάρχει μεταξύ στερεών και υγρών σωμάτων, μεταξύ υγρών και αερίων, μεταξύ στερεών και στερεών ή μεταξύ υγρών και υγρών.
Παραδείγματα μειγμάτων με εμφανές το φαινόμενο της δ. είναι οι καπνοί και τα σύννεφα. Τα πρώτα αποτελούν δ. στερεών σωματιδίων (διεσπαρμένο σώμα) σε αέριο περιβάλλον (διασπείρον μέσο), ενώ τα δεύτερα είναι υγρά σωματίδια (διεσπαρμένο σώμα) σε αέριο περιβάλλον (διασπείρον μέσο).
Το κόκκινο γυαλί αποτελεί δ. μεταξύ δύο στερεών σωμάτων και ακριβέστερα μεταξύ γυάλινης μάζας (μέσο δ.) και μικρών ψηγμάτων χρυσού (διεσπαρμένο σώμα). Τα θολά νερά μπορούν να θεωρηθούν ως δ. μεταξύ στερεών σωματιδίων (διεσπαρμένο σώμα) και νερού (διασπείρον μέσο). Το γάλα είναι άλλο παράδειγμα δ., μεταξύ λίπους και νερού, δηλαδή μεταξύ δύο υγρών. Το υγρό λίπος αποτελεί το διεσπαρμένο σώμα, ενώ το νερό είναι το διασπείρον μέσο. Άλλα αναρίθμητα παραδείγματα δ. συναντώνται συχνά στο ζωικό και φυτικό βασίλειο.
Η μελέτη της δ. οδήγησε τα τελευταία χρόνια στη γνώση σπουδαιότατων φαινομένων που αφορούν τη μετακίνηση ηλεκτρικών φορτίων σε μία στερεή δ.
Η σημασία της εφαρμογής των φαινομένων αυτών είναι έκδηλη στους ημιαγωγούς, η εισαγωγή των οποίων στην έρευνα και στην τεχνολογία μετέβαλε ριζικά τις μεθόδους παραγωγής και κατέστησε δυνατή, για παράδειγμα, την κατασκευή των ηλεκτρονικών συσκευών που είναι αναγκαίες στα διαστημόπλοια.
Διασπορά που πραγματοποιείται μηχανικά από το ίδιο το φυτό, το οποίο εκσφενδονίζει τους σπόρους του (φωτ. Igda).
Υδρόχωρη διασπορά που πραγματοποιείται με τη βοήθεια του νερού που παρασέρνει σε απόσταση τους σπόρους.
Ανεμόχωρη διασπορά που πραγματοποιείται με τον αέρα.
Ζωόχωρη διασπορά, τυπική των σπόρων οι οποίοι είναι εφοδιασμένοι με άγκιστρα κατάλληλα να πρoσκολλώνται στο δέρμα των ζώων.
* * *η (AM διασπορά)1. διασκόρπιση, διασκορπισμός2. οι διεσπαρμένοιόλοι οι μετανάστες και οι απόγονοι τους σε όλα τα σημεία τής γης («οι Έλληνες τής διασποράς», «οι Ιουδαίοι τής διασποράς», «ή διασπορά»)νεοελλ.φρ.1. «διασπορά ψευδών ειδήσεων, φημών κ.λπ.» — η διάδοση2. «διασπορά νόσου» — η γενίκευση νόσου από την αρχική της εστία («διασπορά καρκίνου, φυματίωσης» κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.